θρυῖτις

θρυῖτις
θρυ-ῖτις, ιδος, ,
A planted with rush,

γῆ PFlor.64.22

(iv A.D.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θρυίτις — θρυῑτις, δος, ἡ (Α) [θρύον] (για περιοχή) αυτή που παράγει βούρλα …   Dictionary of Greek

  • τρυείτις — Α (για περιοχή) αυτή που παράγει βούρλα, θρυῑτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τ. τού θρυῖτις] …   Dictionary of Greek

  • θρύο — το (Α θρύον) το βούρλο νεοελλ. βοτ. είδος ζιζανίου τών αγρών, δεμάτια, δεματόχορτο, μαχαιρίδι, βούτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θρύον ανάγεται πιθ. σε ΙE *truso και συνδέεται με αρχ. σλαβ. trŭstĭ «καλάμι». Το δασύ τού τ. προήλθε ίσως από αρχικό τ. *τρυhον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”